Του Ξένιου Μεσαρίτη
[…] Ίσως να φόραγες μπικουτί
και μία ρόμπα μισάνοιχτη,
να μπαίνει ο ήλιος, να βλέπω το φως,
να πάψει ο έρως να ’ναι τυφλός […]
Από εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου που οι δύο χοντροί τύποι έφεραν για πρώτη φορά στο σαλόνι την τηλεόραση σε ένα μεγάλο κουτί, έπαψε η πλατεία Κυψέλης να είναι το κέντρο του κόσμου. Ενώ υπήρχε μέχρι τότε ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, ο Χρίστος Βακαλόπουλος εντοπίζει ότι μόνο με την άφιξη της τηλεόρασης, τον Αύγουστο του 1968, μετατοπίζεται το σημείο αναφοράς της καθημερινότητας της περιοχής του από τη συνοικιακή πλατεία στο κουτί που πλέον είναι στο σαλόνι. Πάντοτε στο πλαίσιο μιας συμπαθητικής υπερβολής, ο Βακαλόπουλος στη Γραμμή του Ορίζοντος το 1991 σημειώνει την τεράστια μεταβολή που έφερε στους ρυθμούς της κάθε συνοικίας, σε όλες τις συνοικίες στον κόσμο, η είσοδος της τηλεόρασης στο σαλόνι του κάθε σπιτιού. Μετά τον Αύγουστο του 1968 έπαψε να ακούει με τη γιαγιά τη ραδιοφωνική εκπομπή Θέατρο στο Μικρόφωνο, η χειμερινή αίθουσα του κινηματογράφου πλέον είχε ελάχιστο κόσμο και η πλατεία σταμάτησε να είναι το επίκεντρο των εξελίξεων.
Το πιο περίεργο όμως που έγινε και πλέον γίνεται εντελώς ασυνείδητα, χωρίς να αναπτύσσεται ιδιαίτερη συζήτηση περί τούτου, πενήντα χρόνια μετά το 1968, είναι ότι στα σαλόνια έπαψαν οι καρέκλες και οι καναπέδες να τοποθετούνται έτσι ώστε να συντονίζουν με τη διαρρύθμισή τους κάποια συζήτηση μεταξύ των πιθανών παρευρισκομένων, αλλά τοποθετούνται έτσι ώστε οι παρευρισκόμενοι να είναι απέναντι από το έπιπλο της τηλεόρασης. Ακόμα και τα καλοκαίρια, που κάποτε οι οικογένειες συνήθιζαν να αλλάζουν τη διαρρύθμιση του σαλονιού, πλέον δεν πραγματοποιούν καμιά ουσιαστική μεταβολή, αφού πάλι το σημείο αναφοράς είναι το έπιπλο της τηλεόρασης και όλα τα υπόλοιπα έπιπλα έχουν ταυτίσει τη μοίρα τους και ακολουθούν πιστά την τοποθέτηση της τηλεόρασης.
Πενήντα χρόνια από τότε που έφεραν την τηλεόραση οι δύο χοντροί τύποι, τα σήριαλ και τα ριάλιτυ έχουν δεσπόζουσα θέση στην καθημερινότητά μας και έχουν βεβαιότατα αντικαταστήσει παντελώς την όποια πλατεία. Το περίεργο με αυτά τα σήριαλ και τις διάφορες εκπομπές, ακόμα και αυτές που έχουν ψηλούς δείκτες τηλεθέασης ή είναι οι πιο «πλούσιες» σε προϋπολογισμό, είναι το γεγονός ότι βασίζονται σε ηθοποιούς που βαριούνται όλα αυτά που κάνουν και λένε, σε τεχνικούς που εργάζονται σαν να βρίσκονται σε φάμπρικα, σε σεναριογράφους που μάλλον δεν θυμούνται πια τι έχουν γράψει και σε σκηνοθέτες που θα προτιμούσαν να είχαν λεφτά ώστε να γυρίσουν καμιά ταινία. Όλοι αυτοί ονειρεύονται κρυφά μια καλύτερη μοίρα και καταλήγουν να μισούν ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί τους τηλεθεατές. Ακόμα και η πιο επιτυχημένη σειρά στην τηλεόραση νιώθεις κάποτε πως σε εκπαιδεύει να παρακολουθείς τα πράγματα σαν υπνοβάτης, χωρίς ούτε να ενδιαφέρεσαι πραγματικά ούτε και να παραμένεις αδιάφορος. Σιγά σιγά δηλαδή όλα αντιμετωπίζονται σαν σήριαλ, η πολιτική, η καθημερινή ζωή, η τέχνη, τα πάντα. Οι σειρές, ακόμα και αυτές που είναι αυτοτελή επεισόδια, σε μαθαίνουν να καταναλώνεις τον κόσμο με δόσεις, αποβλέποντας, χωρίς κάποιον λόγο, στη συνέχειά του.
Αν για κάποιον λόγο σταματούσε να μεταδίδει σήμα η τηλεόραση, σίγουρα θα γίνονταν πολύ περίεργα πράγματα στον κόσμο. Δεν έχουμε παρά να το δοκιμάσουμε. Σκεφτείτε πενήντα χρόνια μετά που συνηθίσαμε μικρές δόσεις χαράς στο κουτί στο σαλόνι, είμαστε πρόθυμοι να μη βλέπουμε σήριαλ για δύο σαιζόν με αντάλλαγμα να σταματήσει το αιματοκύλισμα στη Συρία; Ή είμαστε πρόθυμοι να μη βλέπουμε ριάλιτυ για δύο χρόνια με αντάλλαγμα να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο; Η απάντηση θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον.
[…] Που στ’ άστρα βλέπεις μόνο ζώδια
και της καρδιάς τα επεισόδια
προτιμάς να τα δεις στην τι-βι […]