Του Γιώργου Ρακκά
Αν έχουν κάτι κοινό οι κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία με το ευρύ ρεύμα πατριωτικής αφύπνισης που διαπερνά την ελληνική κοινωνία και εκφράζεται κατά κύριο λόγο στην απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών (αλλά και στη δολοφονία Κατσίφα ή, παλαιότερα, στην ομηρεία των Ελλήνων στρατιωτικών από τον Ερντογάν), είναι το γεγονός ότι αμφότερα τα φαινόμενα μαρτυρούν την ανάδυση μιας νέας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας.
Έχοντας ως κεντρικό ζήτημα τον πολλαπλό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό αποκλεισμό της στη Γαλλία, και εδώ τη σχετικοποίηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας μέσω εξευτελιστικών υποχωρήσεων στον ξένο παράγοντα και στους γειτονικούς αλυτρωτισμούς και επεκτατισμούς, καθώς και την αποδόμηση της ελληνικής συνείδησης, ιστορίας και πολιτισμού, οι κοινωνικές πλειοψηφίες συγκρούονται με την παγκοσμιοκρατία. Αναδεικνύουν έτσι την ανάδυση νέων κοινωνικών και πολιτικών διαιρέσεων, που λίγο ή καθόλου δεν έχουν να κάνουν με την αντιπαράθεση Αριστεράς και Δεξιάς έτσι όπως μας την κληροδότησε ο 21ος αιώνας.
Εκεί αντιδρά η «περιφερειακή Γαλλία», δηλαδή η εγκαταλειμμένη ενδοχώρα μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. «Μια χώρα βαθιά διαιρεμένη», θα γράψει ο Κριστόφ Γκιλλουί: Από τη μια το Παρίσι –παγκόσμια πόλη των μποέμ μπουρζουά και των υπερπλουσίων που συγκεντρώνουν σαν σε μεταμοντέρνη δουλοκτησία τριγύρω τους ένα ρευστό, διαρκώς ανανεούμενο, πολυεθνικό εργατικό δυναμικό, το οποίο τροφοδοτείται από τη διαρκή μεταναστευτική κινητικότητα– και από την άλλη οι «ζώνες απαξίωσης» στη γαλλική επαρχία – κατεστραμμένες τοπικές οικονομίες, υπερφτωχοί εργάτες και μικροαστοί, άλλοτε μεσοστρώματα που καταβαραθρώθηκαν από την παγκοσμιοποίηση. Αυτοί οι «αόρατοι» για τη γαλλική πολιτική και μηντιακή τάξη βγήκαν με τα φωσφοριζέ τους γιλέκα στον δρόμο και οι ελίτ έκαναν «λες και ανακάλυψαν κάποια νέα φυλή του Αμαζονίου», λέει ο Γκιλλουί. Κυρίως η «θατσεραριστερά», συμπληρώνει ο Ζαν Κλωντ Μισεά, ένα υβρίδιο που συνδυάζει τον σκληρό ολοκληρωτισμό των αγορών με τον πιο ριζοσπαστικό πολιτισμικό φιλελευθερισμό, και εξαπέλυε εναντίον των κίτρινων γιλέκων μύδρους κοινωνικού ρατσισμού: «Οπισθοδρομικοί», «φασίστες», «φαιοκόκκινοι», «λευκά σκουπίδια» ήταν μερικές από τις έννοιες-βασικά εργαλεία της συκοφαντίας, που σκοπό είχε να δικάσει τους φτωχούς, αποκλεισμένους Γάλλους γι’ αυτό που είναι, κάτι πολιτισμικά μολυσματικό που απειλεί τη δημοκρατία πολυτελείας των παγκοσμιοποιημένων.
Στην Ελλάδα ο κόσμος εξεγέρθηκε κόντρα στη Συμφωνία των Πρεσπών. Πρώτον γιατί συνειδητοποίησε ότι αυτή με το περιεχόμενό της, κυρίως την αναγνώριση μακεδονικής γλώσσας και υπηκοότητας, συνιστά υποχώρηση στον γειτονικό αλυτρωτισμό, εξαναγκάζοντας τη Μακεδονία, τη Βόρεια Ελλάδα σε βαθιά υπαρξιακή κρίση. Κι αυτό σε μια χώρα που περιτριγυρίζεται από αναθεωρητικές δυνάμεις, οι οποίες είναι μάλιστα σε συμμαχία (Αλβανία και Τουρκία) και προωθούν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το χαρτί της διάλυσης των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Έχουν απέναντί τους μια κυβέρνηση μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών καταστροφών, που οφείλει την επιβίωσή του εν πολλοίς στη Μέρκελ και στους Αμερικανούς, οι οποίοι και τη συντηρούν τεχνητά εν ζωή ως ιδανικό εκτελεστή πολιτικών δόγματος του σοκ που έχουν προ πολλού υπερβεί την οικονομία, αγγίζοντας πλέον τον σκληρό υπαρξιακό πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας, την παιδεία με το βίαιο ξερίζωμα της ελληνικότητας μέσα σ’ αυτήν και βέβαια τα γεωπολιτικά ζητήματα που θα κρίνουν στο άμεσο μέλλον την αυτοδιάθεση και την κυριαρχική συνοχή της χώρας. Κι εδώ η θατσεραριστερά του Αλέξη Τσίπρα πλειοδοτεί στη ρητορική καταγγελίας των «λευκών σκουπιδιών», διασύροντας συλλαλητήρια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων ή μαζικές κινητοποιήσεις 15χρονων μαθητών ως «φασισμό», απαιτώντας έτσι την ποινικοποίηση και φίμωσή τους, βρίσκοντας μάλιστα ως εξουσία χρήσιμη αρωγή από τη δράση ενός ακτιβιστικού ψευδοαντιφασισμού που εξαπολύεται εναντίον της κοινωνίας παίζοντας ρόλο παρακρατικής βίας.
Αυτό που προσπαθούν να πουν οι πλειοψηφίες των Γάλλων και των Ελλήνων αμφότερες σε ποσοστά της τάξης του 70%, αν και με τον δικό τους τρόπο η κάθε μια, είναι το γεγονός ότι έχουν περιέλθει στην κατάσταση μιας «τρίτης τάξης», εκείνης των ολικά καταφρονεμένων από το παγκοσμιοκρατικό κατεστημένο των χωρών τους.
Η ύπαρξη αυτής της «τρίτης τάξης», που είναι προϊόν της παγκοσμιοποίησης και του βαθιά διχαστικού της χαρακτήρα, αναδιατάσσει το πολιτικό παιχνίδι εκ βάθρων. Κάποτε στο πλαίσιο της εκάστοτε εθνικής δημοκρατίας, η Αριστερά και η Δεξιά, ως εκφραστές συμφερόντων διακριτών κοινωνικών ομάδων, ανταγωνίζονταν στο ίδιο πεδίο για το ποια δύναμη θα καθορίσει τον χαρακτήρα της διακυβέρνησης μέσα στο εθνικό κράτος.
Σήμερα έχουμε ένα κατεστημένο πνευματικό, πολιτικό, μηντιακό, ακτιβιστικό, ταυτόχρονα αριστερό και δεξιό, που έχει παγκοσμιοποιηθεί μαζί με το κράτος, την εκπαίδευση, και τα κινήματα που ελέγχει και μετέχει σ’ έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αν θέλουμε να περιγράψουμε τη λειτουργία της παγκοσμιοποίησης μέσα στις παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, μπορούμε να την παρομοιάσουμε με εκείνην ενός οποιουδήποτε κινητήρα εσωτερικής καύσης: Το έργο που παράγει είναι η «απογείωση» των προνομιούχων τάξεων, η υπερεθνικοποίηση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής τους δραστηριότητας. Το παραπροϊόν ωστόσο αυτού του «παγκόσμιου κινητήρα», το κατάλοιπό του, είναι ο αποκλεισμός ενός ολοένα και μεγαλύτερου κομματιού των κατώτερων τάξεων από τα υπερεθνικά κυκλώματα, ο εγκλωβισμός τους σε «εστίες εγκατάλειψης», οι οποίες μάλιστα εξαπλώνονται μέσα στις εθνικές κοινωνίες. Η ώθηση των παγκόσμιων τάξεων πυροδοτείται από τον αποκλεισμό των καθηλωμένων τάξεων και η παγκοσμιοκρατία, ως το πολιτικό σχέδιο των πρώτων για την περαιτέρω εντατικοποίηση της παγκοσμιοποίησης, τροφοδοτεί τον λαϊκισμό ως αντίδραση των δεύτερων έναντι του ολικού εξοβελισμού που βιώνουν.
Οι αντιθέσεις που έχουν καλλιεργηθεί μεταξύ αυτών των δύο πόλων δεν είναι μόνο ή απλώς «οικονομικές» και «κοινωνικές»: Είναι βαθύτερες, αγγίζουν το ανθρωπολογικό πεδίο, καθώς η παγκοσμιοποίηση αντιπαραβάλλει έναντι της παλιάς κατάστασης πραγμάτων έναν νέου τύπου άνθρωπο. Άρα το χάσμα είναι ταυτοχρόνως μορφωτικό, πολιτισμικό, χάσμα τρόπου ζωής και κοινωνικής εμπειρίας. Ο ανέστιος άνθρωπος, άτομο αποψιλωμένο από κοινωνικές ιδιότητες, δρων υποκείμενο ενός παγκόσμιου κινητικού περιβάλλοντος, βιώνει αποκαλυψιακά την εντατική συσσώρευση πλούτου και δυνατοτήτων. Σπεύδει να προωθήσει έτσι μια κουλτούρα ανθρωπολογικά ρηξικέλευθη που αμφισβητεί τις ιστορικές σταθερές της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, την ένταξή του στις μεγάλες κοινότητες της συλλογικής πίστης και αφοσίωσης, το φύλο του, την ιστορική του συνείδηση, το ρίζωμα μέσα στον χώρο. Συγκρούεται γι’ αυτό ριζικά με τον «ιστορικό άνθρωπο» που εγκαταλείπει πίσω του, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στην αναδιανομή του πλούτου ή στην απώλεια της πολιτικής ισχύος, αλλά ακόμα και υπαρξιακά, οντολογικά – αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ζητήματα όπως η υπέρβαση του φύλου ως βιοψυχοκοινωνιολογική πραγματικότητα αποτελεί τόσο κεντρικό ζήτημα στη δημόσια συζήτηση σήμερα.
Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος που η κοινωνική διαπάλη σήμερα δεν εκφράζεται με όρους ταξικής αντιπαράθεσης, αλλά ταυτοτικά, δηλαδή με πολιτισμικούς όρους. Δεν πρόκειται για υποκατάσταση όπως καταγγέλουν νεοφιλελεύθεροι και αριστεροί οικονομιστές, αλλά για συμπερίληψη του κοινωνικού μέσα στο ταυτοτικό, ακριβώς γιατί οι διαιρέσεις της κοινωνίας τείνουν να αποκτήσουν πλέον οντολογικό βάθος. Η σύγχρονη εξουσία, όπως προφητικά έγραφε ο Παζολίνι στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έχει καταστεί «εσωτερική», δεν επηρεάζει μόνο τη θέση των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, όπως έκανε το «παλαιό καθεστώς» ή η κεφαλαιοκρατία πριν από τη μαζική κατανάλωση, αλλά το ίδιο τους το «είναι», τον τρόπο που σκέφτονται, δρουν και υπάρχουν, τις ανάγκες τους κ.ο.κ. Και αυτή η υπαρξιακή, πλέον, διαπάλη που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση θα πρέπει επιπλέον να ιδωθεί και ως μεταβατική, καθώς προαναγγέλλει κάτι βαθύτερο που θα συμβεί μέσα στον 21ο αιώνα, τη μεταβολή των αντιθέσεων και σε βιολογικές, καθώς ο τεχνόκοσμος προετοιμάζεται μέσω ενός επιθετικού συνδυασμού βιοτεχνολογίας, τεχνητής νοημοσύνης και ψηφιακής εικονικότητας να μεταβάλει την ίδια την ανθρώπινη φύση.
Το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης είναι δηλαδή ένα καθεστώς των άκρων που παράγει όχι ενοποίηση, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του, αλλά την απόλυτη διαίρεση του κοινωνικού σώματος σε δύο κόσμους.
Δεν είναι παράδοξο, επομένως, το γεγονός ότι ο λαϊκισμός –που έρχεται να την αμφισβητήσει– εμφανίζεται να μιλά τη γλώσσα της παλλαϊκής ενότητας, αντιπαραβάλλοντας, όπως τον καταγγέλλουν δύο χοντροκομμένες και απλοποιητικές πολιτικές κατηγορίες, τον «λαό» από τη μια και τις «ελίτ» από την άλλη.
Τούτο συμβαίνει ακριβώς επειδή στο βαθύτερο επίπεδο εκφράζεται από την ίδια την κοινωνία η αγωνία και η ανάγκη για την αποκατάσταση της χαμένης της ενότητας που τσακίστηκε βίαια από τις παγκοσμιοποιητικές διαιρέσεις. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, στο πλαίσιο του λαϊκισμού, η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση τείνει να εκφραστεί προσωποπαγώς από χαρισματικές ηγεσίες και όχι από συλλογικούς μηχανισμούς, οι οποίες στο επίπεδο του συμβολισμού έρχονται να ενσαρκώσουν αυτήν ακριβώς την αναζήτηση του «χαμένου κέντρου».
Και για τον ίδιο λόγο οι λαϊκές κινητοποιήσεις, με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα από τους αγανακτισμένους της Ισπανίας και της Ελλάδας του 2011 μέχρι τα κίτρινα γιλέκα της Γαλλίας του 2018, παρουσιάζονται μ’ ένα ιδιότυπο ιδεολογικοπολιτικό πρόσωπο· που συνδυάζει στοιχεία οριζόντιας, αποκεντρωμένης οργάνωσης, αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης που εκφράζονται όμως στη γλώσσα του πατριωτισμού. Μέσω του τελευταίου εκφράζεται η ίδια ανάγκη αποκατάστασης της κατεστραμμένης εθνικής κοινότητας, της μόνης πολιτικής μορφής που αναδύθηκε ιστορικά κατά τη νεώτερη εποχή και επέτρεψε στους ανθρώπους να χειραγωγήσουν εν μέρει την πολιτική και την οικονομική εξουσία, από εκεί και πέρα επιτρέποντας (ή όχι) στη δημοκρατία να ορίσει σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού της τον χαρακτήρα της κρατικής διακυβέρνησης. Θυμίζουν έτσι περισσότερο σε αυτήν τους τη διάσταση τις εθνικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα, παρά επιβεβαιώνουν τις φουτουριστικές προσδοκίες του κινήματος της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» για ένα υπερεθνικό «πλήθος» που θα παίξει ρόλο πρωτοπορίας στον αγώνα για τον (ανέφικτο) εκδημοκρατισμό της παγκοσμιοκρατίας.
Γι’ αυτό εν τέλει και η αντιπαράθεση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς δεν έχει νόημα σήμερα, γιατί ακριβώς ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει διαφορετικό διακύβευμα απ’ ό,τι είχε στον 20ό αιώνα. Το βασικό επίδικο σήμερα είναι το αν θα υπάρξει ένα νέο αντιστασιακό κέντρο, γύρω από το οποίο η κοινωνία θα διεκδικήσει την ενότητά της ή θα κατισχύσει ο κατακερματισμός της παγκοσμιοποίησης, με όλες τις συγκρούσεις που αυτός κουβαλάει μέσα του, πολυπολιτισμικές και ταυτόχρονα εμφύλιες. Συγκρούσεις απόλυτες που φτάνουν μέχρι το τέλος και στοχεύουν στην αλληλοεξόντωση των αντιπαρατιθέμενων, ακριβώς επειδή εκφράζουν εξίσου ολοκληρωτικές διαιρέσεις.
Η αναζήτηση αυτού του «χαμένου κέντρου» αποτελεί αίτημα πλειοψηφικό της κοινωνίας. Αναζωογονεί δημιουργικά δε το πολιτικό σκηνικό, γιατί αναφέρεται σε μια ηγεμονική συσπείρωση δυνάμεων, ταυτόχρονα αριστερών και δεξιών, που προσθετικά συνιστούσαν το μεγαλύτερο εύρος του πολιτικού φάσματος και που διαθέτουν την πολιτική βαρύτητα μέσα ώστε να διαμορφώσουν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ή να συμβάλουν σε ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα αίρουν το μονοπώλιο που διατηρεί η παγκοσμιοκρατία σε κάθε μορφή εξουσίας. Μόνο τέτοιες δυνάμεις, επιβλητικά μαζικές μπορούν να αντιστρέψουν τη μοίρα που προαναγγέλλεται να δημιουργήσει η παγκοσμιοκρατία για την ανθρωπότητα μέσα στον 21ο αιώνα, μια εμπόλεμη, μετα-ανθρώπινη δυστοπία.
*Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στην ομώνυμη συζήτηση που διοργάνωσε το Άρδην Θεσσαλονίκης, στον πολυχώρο του, Δαναΐδων 7, στις 11.12.2018.