Συνέντευξη: Μια κουβέντα με τον Ισίδωρο Ζουργό

Με την Ιλιάνα Κουλαφέτη

Τα μυθιστορήματά του δεν είναι ιστορικά, είναι όμως ιστορικού ενδιαφέροντος. Ως μία από τις πιο καταξιωμένες πένες της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, ο Ισίδωρος Ζουργός ξέρει να κερδίζει τους αναγνώστες του, διότι πάντα η αναμονή στην οποίαν τους τοποθετεί είναι ενδεικτική της εξαντλητικής του έρευνας. Εμείς τον συναντήσαμε στο βιβλιοπωλείο Σολώνειον και κάναμε μαζί του μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης.

Τα πρώτα σας λογοτεχνικά έργα ανήκουν περισσότερο σε μια θεματολογία βιωματική, αργότερα όμως κάνατε ένα γύρισμα στην ιστορική λογοτεχνία. Ποιο ήταν αυτό το κάλεσμα που σας ώθησε να ασχοληθείτε με το ιστορικό περιβάλλον;

Η αλήθεια είναι ότι το ιστορικό βίωμα υπάρχει ως υποσύνολο των πρώτων βιβλίων. Σας θυμίζω ότι το Φράουστ, το πρώτο μου βιβλίο, περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο το οποίο εμπεριέχει τη Μάχη του Ματζικέρτ και μία σύντομη ιστορία μοιχείας στο Βυζάντιο. Από κει και πέρα, στα Αποσπάσματα του βιβλίου του ωκεανού υπάρχει έτσι κι αλλιώς ένα κομμάτι ιστορίας που έχει μια διαλογική μορφή με τους μύθους, ενώ στην Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού υπάρχουν τα γεγονότα του ’74 και της απόβασης στην Κύπρο, απλά δεν είναι το βασικό κομμάτι. Εγώ θα έλεγα πως έχουμε μια ξεκάθαρη αφή του ιστορικού γεγονότος. Νομίζω ότι ουσιαστικά προεικονιζόταν αυτό από τα τρία βιβλία. Υπάρχει το κάλεσμα της ιστορίας, αλλά μην ξεχνάμε πως μιλάμε για μυθιστόρημα, άρα έχουμε την επινόηση η οποία συνυπάρχει με ένα βασικό ιστορικό σκηνικό.

Μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την ιστορία της, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να την προσεγγίσει ένας λογοτέχνης και με ποιον τρόπο καταφέρνετε να προσεγγίζετε τον ψυχισμό ενός τόσο μακρινού κόσμου;

Η ανάσταση αυτού του ιστορικού κόσμου και η απεικόνιση χαρακτήρων δεν ξέρω αν είναι επιτυχής ή όχι, μπορώ όμως να σας πω πως στο εργαστήρι του συγγραφέα μπήκαν αρκετά πραγματολογικά στοιχεία, γιατί όταν θες να κάνεις μια απεικόνιση της καθημερινότητας στον 17ο αιώνα, όπως την περίπτωση του «Ματίας Αλμοσίνο», πρέπει να ξέρεις βασικές πληροφορίες για την ένδυση, την καθημερινή συμπεριφορά, τη διατροφή και επίσης και για τον περιρρέοντα φιλοσοφικό στοχασμό της κάθε εποχής. Άρα, λοιπόν, πρέπει να είσαι πραγματολογικά επαρκής κι από κει και πέρα η συγγραφή έρχεται και δίνει κίνηση και ζωή στους χαρακτήρες. Βέβαια, χρειάζεται αγάπη για τη δημιουργία και με το εφόδιο του πραγματολογικού υλικού.

Όσον αφορά τους Έλληνες, η αλήθεια είναι πως έχουν μια ιδιότυπη σχέση με την ιστορία τους. Πρώτον, έχουν ένα ιστορικό παρελθόν δυσβάσταχτο σε σχέση με τη σημερινή οικονομική, κοινωνική συγκρότηση του κράτους τους ή και της Κύπρου κατ’ επέκταση, άρα λοιπόν αυτό το βαρύ παρελθόν θα πρέπει να το διαχειριστούν και μηχανισμοί και θεσμοί οι οποίοι δεν υπάρχουν πάντα. Από την άλλη, μια που ζούσαμε σε ένα περιβάλλον γεωστρατηγικό το οποίο δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικό και έχοντας πίσω μας έναν μεγάλο αριθμό συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, ο κορμός της εθνικής συνείδησης μέσω της ιστορίας, επειδή έχει και την ανάγκη να είναι συμπαγής μερικές φορές, ίσως δεν ήταν αυτό που λέμε απόλυτα αντίστοιχος με πραγματικές αφηγήσεις.

Με άλλα λόγια, κάποιες ιστορικές αλήθειες ή κάποιες υπερβολές τις είχαμε ανάγκη στον εσωτερικό μας ψυχισμό. Ένας συγγραφέας που γράφει σήμερα μυθιστορήματα που έχουν να κάνουν με τον ιστορικό χρόνο, αν θέλει να είναι έντιμος ως προς την επιστήμη της ιστορίας, κάποιες φορές μπορεί να βρεθεί σε μια διάσταση με τη συλλογική συνείδηση και μάλιστα με αυτήν την όψη της ιστορίας που έχει η ιστορική συνείδηση. Αυτό θα πρέπει να είναι έτοιμος να το αντιμετωπίσει.

Από κει και πέρα, να πούμε το εξής: το μυθιστόρημα δεν είναι μια διδακτορική διατριβή για την οποίαν μπορεί κάποιος να έχει ενστάσεις ή επί μέρους διαφωνίες, γιατί το μυθιστόρημα είναι ένα έργο τέχνης με μια πνοή. Το θέμα είναι αυτή η πνοή να αγγίξει ή να αφορά τον αναγνώστη, να νιώσει ότι του ζωντανεύει κάτι μέσα του.

Η γλώσσα που χρησιμοποιείτε στα βιβλία σας καταφέρνει να απευθυνθεί σε ετερόκλητα πλήθη αναγνωστών. Όταν γράφετε το έχετε υπόψη σας αυτό;

Να το ξεκαθαρίσουμε και να το ξεκόψουμε: Όταν γράφω, δεν λαμβάνω καθόλου υπόψη το κοινό. Η ώρα της δημιουργίας και της συγγραφής είναι μια ώρα στην οποίαν προσπαθώ να διαχειριστώ την προσωπική μου αγωνία και επίσης να δώσω μορφή στο δικό μου όραμα του κόσμου. Νομίζω ότι η γνήσια καλλιτεχνική παραγωγή έχει να κάνει με την ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί και να δώσει μορφή σε έναν άμορφο πολτό τον οποίον νιώθει μέσα του. Άρα, λοιπόν, το πιο σημαντικό είναι να είναι σε μια απόλυτη αρμονία και συμμετρία ο καλλιτέχνης με τον εαυτό του και κατ’ επέκταση αν υπάρχει αρμονία και με το κοινό, καλώς να έρθει.

Προφανώς, από ένα σημείο και μετά εγώ το κάνω και το δηλώνω ευθαρσώς, όταν δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρείς τον αναγνώστη, φροντίζεις να του δείχνεις λίγο πιο σύντομους δρόμους. Αυτό δεν σημαίνει συμβιβασμός, αυτό σημαίνει επίγνωση ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η ανάγνωση περνάει κρίση και πρέπει η ανάγνωση να κερδίζει τις καρδιές των ανθρώπων. Αν θέλουμε να υπάρχει μυθιστόρημα και τις επόμενες δεκαετίες και γενιές συγγραφέων κατόπιν μας, θα πρέπει να έχουμε το μυθιστόρημα, να κάνουμε προσπάθειες όσο μας είναι επιτρεπτό, φιλικό προς τον χρήστη. Αυτό δεν σημαίνει ούτε θητεία στην ευκολία ούτε προχειρότητα. Θα πρέπει όμως να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος που θα κρατήσει το βιβλίο μας είναι ένας άνθρωπος πιθανότατα κουρασμένος. Ζούμε σε μια εποχή που οι εικόνες είναι τρισεκατομμύρια, τα βίντεο διατίθενται δωρεάν και μπορεί κάποιος, παράδειγμα, να δει τρία εξαιρετικά ντοκιμαντέρ ένα βράδυ από το να διαβάσει ένα μυθιστόρημα. Εμείς θα πρέπει να στοχεύουμε ώστε να εξακολουθεί το μυθιστόρημα να είναι ένα από τα αγαπημένα είδη του κόσμου. Έχω δει περιπτώσεις απαιτητικών μυθιστορημάτων όπου υπήρχε ένας βαθύς λόγος ποιότητας και που σε εισαγωγικά με τυράννησαν ως αναγνώστη. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις είδα και μία ταλαιπωρία άνευ λόγου και αιτίας. Αυτήν την ταλαιπωρία θέλω να την αποφύγω εγώ.

Δάσκαλος και συγγραφέας. Πώς διαχωρίζετε αυτές τις ταυτότητες;

Είναι πραγματικά ένας αγώνας προσωπικός ο οποίος δεν είναι εύκολο να τελειώσει, διότι ήμουν αναγκασμένος να χωρίζω τη μέρα μου στα δυο, μέχρι τις δύο το μεσημέρι να είμαι εκπαιδευτικός – δάσκαλος και εκπαίδευση σημαίνει βεβαιότητες και σημαίνει στόχευση, η ανάγκη να σε ζουν τα παιδιά ως ένα συγκροτημένο υποκείμενο το οποίο με απίστευτη πίστη στις αξίες, όμως αυτή η ακλόνητη πίστη, αυτή η βεβαιότητα είναι ο θάνατος της δημιουργίας. Άρα έπρεπε από το απόγευμα και μετά όλη αυτήν τη σταθερότητα την οποίαν όφειλα να έχω να τη μετατρέπω σε μετεωρισμό, σε αυτοαμφισβήτηση, ακριβώς επειδή δεν θα ήθελα να παρεισφρήσει ο διδακτισμός στη δημιουργία. Είναι άλλο πράγμα το να υπάρχουν στοιχεία που θυμίζουν μάθημα, εγκυκλοπαιδισμό και μόρφωση και άλλο ο διδακτισμός. Δεν θέλω με τίποτα τα μυθιστορήματά μου να διαπνέονται με μία αφ’ υψηλού σιγουριά για τα πάντα. Εγώ γράφω γιατί έχω εκατομμύρια αναπάντητες ερωτήσεις για τον κόσμο και τους ανθρώπους – το πρωί όμως δεν έχω δικαίωμα να το κάνω αυτό.

Για να μη βλέπουμε όμως μόνο τη δύσκολη πλευρά των πραγμάτων, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι δύο ιδιότητες υποβοηθούν η μια την άλλην. Και οι δύο ταυτότητες σημαίνει πως κρατάς βιβλία από το πρωί ως το βράδυ, αυτό από μόνο του είναι μια αρχή πολύ καλή, από την άλλη έχουν να κάνουν και τα δύο με τη συνάντηση των ανθρώπων και η εκπαίδευση είναι και μια συνάντηση του διδάσκοντος με τους μαθητές τους όπως και η λογοτεχνία. Άρα, λοιπόν, υπάρχουν στοιχεία που υποβοηθούν στη διαφοροποίηση και στην ύπαρξη της κάθε ταυτότητας.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s