Μπορεί να ακουστεί εντελώς τυπικό, αλλά η ενασχόληση με την παιδεία πράγματι είναι ένα λειτούργημα. Παρ’ όλ’ αυτά, η έννοια αυτή στηλιτεύτηκε όσο καμιά άλλη τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς ολόκληρη η κοινωνία βυθιζόταν μέσα σε μια άκρατη χρησιμοθηρία. Ένας χυδαίος υλισμός την υποβίβασε στον ρόλο μιας «δουλιάς», για να θυμηθούμε και μια παλιά κκέδικη ορθογραφία. Έτσι, οι περισσότερες «κρίσεις στην παιδεία» καταλήγουν να αφορούν ζητήματα στην πραγματικότητα δευτερεύοντα, από διοικητικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη γραφειοκρατική της οργάνωση και μισθολογικά θέματα μέχρι βλακώδεις ανακατανομές των μαθημάτων, αποτυγχάνοντας έτσι να μιλήσουν επί της ουσίας: Ως προς τον απώτερό της στόχο, που θα έπρεπε να ορίζεται σε σχέση με το γενικό και το ειδικό μορφωτικό επίπεδο μιας κοινωνίας, καθώς και τη μεταβίβαση κοινωνικών δεξιοτήτων στις νέες γενιές.
Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει η σύγχρονη οικονομική και κοινωνική θεωρία, και μάλιστα στην πιο τεχνοκρατική και σκληρή, αγγλοσαξονική εκδοχή της, όταν μιλά για το «μορφωτικό» και το «ηθικό» κεφάλαιο μιας κοινωνίας, καθώς έρευνες ποσοτικές και ποιοτικές που έχουν διεξαχθεί αποδεικνύουν ότι χώρες με υψηλούς τέτοιους δείκτες λειτουργούν καλύτερα στον τομέα της οικονομίας. Είναι ένα προβάδισμα που έχουν οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, και ιδίως η Κίνα. Κι αυτό γιατί διατήρησαν ένα πιο… «παραδοσιακό» μοντέλο εκπαίδευσης σε σχέση με τη Δύση μέσα στην παγκοσμιοποίηση.
Είναι, δηλαδή, αυτή η «σκληρή» οικονομιστική προσέγγιση, που θέλει να ποσοτικοποιήσει ακόμα και τη γνώση ή την ηθική, προκειμένου να μεγιστοποιήσει το οικονομικό αποτέλεσμα που μας λέει ότι η παιδεία επιτελεί μέσα στις κοινωνίες ένα λειτούργημα, καθώς εκπληρώνει την αναβάθμιση των θετικών ποιοτήτων του γενικού συνόλου. Που μετριούνται μάλιστα με μέτρο εξωοικονομικό, της ηθικής και της μόρφωσης – αυτό κι αν είναι ήττα του χυδαίου οικονομισμού μέσα στην ίδια του την έδρα.
Αν είχαμε μυαλό, κάτι που παραδόξως λείπει από τον εκάστοτε δημόσιο διάλογο για την παιδεία, ο Ελληνισμός θα μπορούσε να είχε «κόψει δρόμο» και να έβγαινε μπροστά από τους καθηγητές του Γέιλ, του Χάρβαρντ ή των άλλων αμερικανικών πανεπιστημίων σε αυτήν τους τη διαπίστωση. Ένας ελληνικός ιστορισμός, για παράδειγμα, θα το είχε συνειδητοποιήσει γρηγορότερα από τις επιστήμες της οικονομικής χρησιμοθηρίας, κι αυτό γιατί πολύ συχνά μέσα στην ίδια την ιστορία του Ελληνισμού αναδεικνύεται αυτός ο ευρύτερος ρόλος της παιδείας.
Στην αρχαιότητα, λόγου χάρη, με τα βασικά «εκπαιδευτικά εγχειρίδια» να είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Όπου η τριβή μαζί τους δεν μεταβίβαζε μόνο τη γνώση της γλώσσας, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα αξιών· τις πολιτικές και κοινωνικές αρετές που καθιστούσαν εφικτή την ύπαρξη και την προαγωγή της πόλεως. Ο Αθηναίος, ας πούμε, που είχε εντρυφήσει στον Αισχύλο, ήταν έτοιμος να δικάσει στην Ηλιαία ή να αποφασίσει στην Πνύκα. Η παιδεία του τον είχε καταστήσει όχι απλώς «εγγράμματο», αλλά πολυλειτουργική προσωπικότητα, δηλαδή ελεύθερο πολίτη.
Μπορούμε έπειτα από αυτό να πάμε στον Έλληνα έμπορο στην εποχή της νεοελληνικής αναγέννησης, του εγχώριου διαφωτισμού μας δηλαδή. Η παιδεία του ήταν ταυτόχρονα γενική και κλασική, σε πολλές σχολές που είχαν ιδρυθεί κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και στο Αιγαίο όπου υπήρχε παράλληλα η πρόσβαση σ’ ένα επίπεδο της δυτικής επιστημοσύνης, ενώ μέσα από τη θρησκευτικότητά του είχε πρόσβαση και σε μια ορισμένη εκκλησιαστική παιδεία. Τα εφόδιά του τα χρησιμοποιούσε και πάλι πολυλειτουργικά: Στις υπηρεσίες της κοινότητάς του, στην εμπορική του δραστηριότητα (όπου η σύγχρονη ιστοριογραφία έχει αποδείξει ότι τα «δίκτυα εμπιστοσύνης» που είχαν στήσει οι Έλληνες αποτέλεσαν θεμελιώδες πλεονέκτημα για τη θεαματική επέκταση του ελληνικού εμπορίου στα τέλη του 18ου αιώνα), στη διαμόρφωση μιας πολιτικής συνείδησης εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Ή μήπως έχουμε αναρωτηθεί επίσης για τον ρόλο της παιδείας μέσα στις προπαρασκευαστικές δεκαετίες που οδήγησαν το κυπριακό εθνικό κίνημα στον αγώνα του ’55-’59;
Η απάντηση είναι μάλλον όχι. Γιατί αν είχαμε κάνει κάτι τέτοιο, θα ξέραμε ότι η παιδεία μας, ως προϊόν του ελληνικού πολιτισμού, συνδυαζόμενη με τις δεξαμενές της οικουμενικής γνώσης, μπορεί να βρει λύσεις σε πολλά προβλήματα του Ελληνισμού, κυπριακού και ελλαδικού, μέσα στον 21ο αιώνα: Από τα «σκληρά οικονομικά», όπως για παράδειγμα η αναβάθμιση της χώρας μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό παραγωγής υψηλής προστιθέμενης αξίας, γιατί ακριβώς έχουμε πρόσβαση σε μορφωτικό και ηθικό κεφάλαιο υψηλής ποιότητας, μέχρι ζητήματα πολιτικά ή και… εκείνα της συλλογικής μας ύπαρξης.
Γιώργος Ρακκάς
Τετράδια ελλαδικής καθημερινότητας