Κρίση πολιτική, κοινωνική – ανθρωπολογική ή ανθρωπιστική;
Μέχρι κάποιους μήνες πριν, η επαφή της κυπριακής κοινωνίας με τις σύγχρονες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές γινόταν μέσω των ελλαδικών και ευρωπαϊκών τεκταινομένων. Ιδίως μετά την έκρηξη του 2015, κανείς δεν μπορούσε να μη συνταραχθεί από τις εικόνες των εξαθλιωμένων Σύριων που έτρεχαν να γλυτώσουν από τις πολεμικές συγκρούσεις που μαίνονται ακόμη, λίγα χιλιόμετρα μακριά μας. Σήμερα, οι προσφυγικές ροές συνεχίζονται, με κυρίαρχο ρυθμιστικό παράγοντα την Τουρκία που αποσκοπεί να κεφαλαιοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη, ανοίγοντας κατά το δοκούν την «κάνουλα». Δευτερεύον παράγοντα αποτελούν οι αδυναμίες του ελλαδικού κράτους να αναδιατάξει τις σχέσεις εξουσίας που διέπουν το μαζικό πλέον φαινόμενο/διαδικασία. Οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές –απόρροια της συριακής κρίσης, της διαχρονικής πλέον σύγκρουσης στο Αφγανιστάν, αλλά και των πολλαπλών εστιών πολιτικής αστάθειας και θρησκευτικής τρομοκρατίας σε Αφρική και Ασία– αγγίζουν τώρα και την Κύπρο.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η αναζήτηση νεών διαδρόμων εισόδου σε «ευρωπαϊκά» εδάφη αναδεικνύουν την Κύπρο ως μία πιθανή «Χώρα Πρώτης Υποδοχής», κυρίως λόγω της εγγύτητάς της με Συρία, αλλά και με Τουρκία και Λίβανο, όπου συσσωρεύονται οι κύριοι όγκοι των προσφυγικών πληθυσμών, με τα ανάλογα ανταλλάγματα. Σήμερα, λόγω της αύξησης των ροών, των σχετικών συζητήσεων που ακολούθησαν, αλλά και του ναυαγίου στα κυπριακά χωρικά ύδατα που κόστισε ανθρώπινες ζωές, κράτος και κοινωνία θέτουν το ζήτημα ως προτεραιότητα. Χαρακτηριστικό είναι το ότι η Κύπρος είναι η πρώτη χώρα σε αιτήσεις ασύλου, αναλογικά του πληθυσμού. Τις επόμενες μέρες, θα διαφανεί εάν θα αυξηθούν εκ νέου οι ροές, αναλόγως των πολιτικοστρατιωτικών αποφάσεων που θα ρυθμίσουν την κατάσταση στην Ιντλίμπ της ΒΔ Συρίας.
Σε ένα πρώτο πεδίο ανάλυσης, το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα οφείλει να προσεγγίζεται καθολικά, ως διαδικασίες που παράγουν και παράγονται από τον παγκόσμιο πολιτικοκοινωνικό και οικονομικό χάρτη. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε λύση πρέπει να διέπεται από αυτήν τη διευρυμένη λογική, προσανατολισμένη δηλαδή στην άρση της ανισότητας που παράγει η ανισομερής διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Με κύρια αποτελέσματα την αποσταθεροποίηση κρατών, την οικονομική ή/και στρατιωτική διάλυση ολόκληρων χωρών, για αποκόμιση γεωστρατηγικών ωφελημάτων, την εκμετάλλευση πόρων (και ενεργειακών δρόμων), διεύρυνση της αγοράς, προσέλκυση ενός άλλοτε τοπικά προσδεμένου, φθηνού εργατικού δυναμικού στις χώρες του βιομηχανικού κέντρου που πλέον μετέφερε τον κύριο όγκο της παραγωγής στον ζωτικό του χώρο.
Στο διά ταύτα, η προσφυγιά και η οικονομική μετανάστευση είναι απότοκα ενός οικονομικού μοντέλου, μίας άνισης διάρθρωσης της παγκόσμιας παραγωγής/κατανάλωσης, η οποία εντείνει έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό με βάση το ιεραρχικό δίπολο «κέντρα-περιφέρειες», εκμαυλίζοντας τοπικές κοινωνίες και πολιτισμούς, αναπαράγοντας σχέσεις εξουσίας που σκοπό έχουν τη διαιώνιση του καπιταλιστικού μοντέλου οργάνωσης, το οποίο βάλλεται από την ίδια του τη σάρκα. Παρόλα αυτά, η συζήτηση στην Κύπρο και γενικότερα στην Ευρώπη εκκινεί από μικροκοινωνιολογικές αφετηρίες οι οποίες, αν και έχουν ουσία όταν αναδεικνύουν άλλες όψεις αυτών των φαινομένων, εν τούτοις δεν μπορούν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις στα ζητήματα που ανακύπτουν.
Ο ρόλος της Παιδείας
Άρα, οποιαδήποτε λύση οφείλει να προσανατολίζεται προς την ολοκληρωτική άρση των αντιφάσεων αυτών των φαινομένων, την ανοικοδόμηση των ισοπεδωμένων πολιτισμικά και υλικά χωρών και, προφανώς, προς την καλλιέργεια ανθρώπων οι οποίοι δεν θα χαρακτηρίζονται από έναν απολίτικο κοσμοπολιτισμό, με χρήση τσιτάτων «ανθρωπισμού». Εδώ προκύπτει ο εξαιρετικά καίριος ρόλος της παιδείας στις χώρες υποδοχής. Η ανάδειξη ενός νέου ανθρωπότυπου, έτοιμου για μία συνειδητή παρέμβαση στην καθολική εκμεταλλευτική πολιτική των παγκόσμιων και τοπικών ελίτ.
Ο στόχος της εκπαίδευσης δεν πρέπει να εστιάζει σε μια στείρα «καλλιέργεια κριτικής σκέψης», αλλά προς μια εποικοδομητική πολιτισμική και πολιτική σύνθεση που θα τους επιτρέπει να βιώνουν το νέο και το «δικό τους» με τρόπο δημιουργικό, αλλά και θα μετουσιώνει όλη την παραγωγική τους ενέργεια προς όφελος όχι μόνο των χώρων υποδοχής (όπως ζητά η δυτική ελίτ), αλλά κυρίως προς τη χώρα καταγωγής. Όχι σε μια ψευδεπίγραφη εστίαση σε μια κοινωνική ανέλιξη, σε ένα νέο «American dream» που σκοπό έχει να μεταβάλει τους μετανάστες σε μαριονέτες.
Για να υπάρξει ενσωμάτωση, πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια (συγκεκριμένος αριθμός για ουσιαστική πρόσβαση σε εργασία, κοινωνική πρόνοια, παιδεία), καθώς και καλλιέργεια σεβασμού στη συλλογική συνείδηση της χώρας υποδοχής. Τέλος, όταν σε μια χώρα υπάρχει παρακμή και έλλειψη συλλογικής συνείδησης, τότε το εγχείρημα της ενσωμάτωσης είναι δυσκολότερο. Πώς εξάλλου θα δέσουμε αυτούς τους ανθρώπους με τη μοίρα αυτού του τόπου; Θέλουμε χώρες κυρίαρχες, και αυτό προκύπτει μόνο με την ανάπτυξη της συλλογικής αυτοσυνειδησίας, την αίσθηση του «ανήκειν», με παράλληλο σεβασμό στη διαφορετικότητα.
Γιώργος Τάττης