Του Φοίβου Νικολαΐδη
Κάθε καλοκαίρι, στα μέσα Ιουνίου, πραγματοποιείται διήμερο εκδηλώσεων σε κάποια από τα οινοποιεία της Κύπρου με τίτλο «Ανοιχτά Οινοποιεία». Ο θεσμός, που φαίνεται να έχει καθιερωθεί με επιτυχία τα τελευταία χρόνια, αποτελεί προϊόν έμπνευσης από τον αντίστοιχο ελλαδικό θεσμό «Ανοιχτές Πόρτες», που πραγματοποιείται στην Ελλάδα τις τελευταίες μέρες του Μάρτη. Αδράξαμε, λοιπόν, κι εμείς την ευκαιρία για έναν παραδοσιακό οινοτουρισμό, καθώς το νησί μας τον προσφέρει άπλετο.
Ήταν ένα ευχάριστο και παράλληλα πολύ ενδιαφέρον οδοιπορικό, αφού είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τους ίδιους τους παραγωγούς και να ακούσουμε τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τους σχετικά με τον τομέα. Εδώ δεν θα μπούμε σε λεπτομέρεια για το καθ’ όλα ποιοτικότατο κρασί που δοκιμάσαμε, αλλά θα καταγράψουμε αυτά τα οποία μας έκαναν εντύπωση, καθώς επίσης και κάποιες δικές μας εισηγήσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα στην Κύπρο.
Το πιο σημαντικό που εντοπίσαμε είναι η εμπλοκή των νέων στην παραγωγή κρασιού και γενικά στην πρωτογενή παραγωγή. Στο πρώτο οινοποιείο συναντήσαμε τον γιο του ιδιοκτήτη, κάτοχο πτυχίου Οινολογίας, ο οποίος έχει πλέον αναλάβει μαζί με δυο τρεις άλλους το δύσκολο έργο της αμπελοκαλλιέργειας και οινοπαραγωγής. Σημαντικότερος στόχος του ιδίου, όπως μας ανέφερε, αποτελεί η περαιτέρω εκμετάλλευση των γηγενών ποικιλιών σταφυλιού (βλ. Ξυνιστέρι, Πρωμάρα, Μαύρο, Μαραθεύτικο, Γιαννούδι κ.λπ.), αφού οι δυνατότητες κάποιων είναι εξαιρετικές και αποτελεί «έγκλημα» η αντιμετώπισή τους με αδιαφορία και η χρησιμοποίηση μόνο ξενικών ποικιλιών. Εμείς δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε!
Στη συνέχεια, συναντήσαμε έναν άλλον νεαρό, ο οποίος έχει αναλάβει το πολύ δύσκολο έργο του γεωπόνου στο οινοποιείο. Κάτι που μεταφράζεται σε αμέτρητες ώρες στα αμπέλια για το πότισμα, τη συντήρηση και ό,τι άλλο χρειάζεται για να μεγαλώσει σωστά το αμπέλι, πριν ξεκινήσει η εκμετάλλευσή του για τη δημιουργία κρασιού. Μπορούσε κάποιος πολύ εύκολα να διακρίνει το πάθος και την αγάπη που ο ίδιος έδειχνε για το κρασί και τα αμπέλια, τα «μωρά» του, όπως τα αποκαλούσε.
Τέλος, συναντήσαμε δύο ακόμη νεαρές γυναίκες, αδελφές, οι οποίες κληρονόμησαν το μικρό τους οινοποιείο από τους παππούδες τους και έχουν βάλει στόχο ζωής, όπως μας έχουν αναφέρει, να συνεχίσουν με μεράκι και αγώνα αυτό που οι πρόγονοί τους ξεκίνησαν δύο αιώνες πίσω.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα τα προβλήματα είναι ακόμη πολλά. Ο ευφάνταστος και δημιουργικός χώρος της οινοποίησης μπορεί να προκαλεί τον θαυμασμό μας και να προσφέρει απόλαυση, όμως πίσω από την παραγωγή οι δημιουργοί του αντιμετωπίζουν πληθώρα δυσκολιών. Δυσκολιών που χωρίς την αρωγή και ουσιαστική συμβολή της πολιτείας, είναι σχεδόν αδύνατο να ξεπεραστούν.
Εντούτοις, λύσεις υπάρχουν. Όπως, για παράδειγμα, επιχορηγήσεις προς νέους που στρέφονται στην ύπαιθρο και τη γεωργική καλλιέργεια ή και ειδικές εκπαιδεύσεις που θα ωθήσουν τους νέους στον τομέα αυτόν, όπως η δημιουργία μιας Γεωργικής Σχολής. Ακόμη και εκπαιδεύσεις προς τους νέους επιχειρηματίες, οι οποίοι έχουν ανάγκη από διαρκή ενημέρωση γύρω από τις βελτιωμένες μεθόδους καλλιέργειας.
Συμπερασματικά, με μεγάλη ευχαρίστηση παρατηρείται σήμερα, σε μικρό βαθμό αλλά με ικανοποιητικό αποτέλεσμα, η στροφή των νέων ανθρώπων στην παράδοση αλλά και στην καλλιέργεια της γης. Όταν, τη δεκαετία του ’80, ο τότε πρόεδρος Βασιλείου αποφάσισε να ξεριζώσει τις τοπικές ποικιλίες της Κύπρου, προσθέτοντας αποκλειστικά ξένες και σβήνοντας με αυτόν τον τρόπο μια μακραίωνη παράδοση, κανείς δεν φανταζόταν πως μόνο τριάντα χρόνια μετά η κυπριακή αγορά κρασιού θα έκανε τέτοια σημαντικά άλματα. Είμαστε σίγουροι πως τα επόμενα χρόνια θα παρατηρηθεί ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση και ευχόμαστε η πολιτεία να σταθεί δίπλα σε αυτούς που θα επιχειρήσουν.