Του Μάριου Πούλλαδου
«Σε ένα σοβαρό κράτος δεν θα συνέβαινε αυτό». Σίγουρα έχετε ακούσει τη συγκεκριμένη φράση να λέγεται πάντοτε με μια δόση απογοήτευσης και θυμού από εκείνους που θέλουν να στηλιτεύσουν τη συμπεριφορά και στάση πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων για ένα συγκεκριμένο ζήτημα ή απόφαση. Παραδόξως, δεν είναι ποτέ ευδιάκριτο ποια είναι συγκεκριμένα αυτά τα «σοβαρά κράτη» στα οποία γίνεται αναφορά. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι πως σε καμιά άλλη χώρα του πλανήτη δεν χρησιμοποιείται η ανάλογη φράση, παρά μόνο στον ελληνικό χώρο, σε Ελλάδα και Κύπρο. Είναι και αυτό, βλέπετε, άλλη μια ελληνική ιδιαιτερότητα.
Καθώς είμαστε παραδοσιακά ένας αντιστασιακός λαός, έχουμε την τάση να ταυτιζόμαστε με την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Η Αντιγόνη αντιπροσωπεύει την αγνή μορφή αναρχίας που εγείρεται και επαναστατεί υπερασπιζόμενη τις αξίες και το δίκαιο. Αντιστέκεται απέναντι στους νόμους και στις αρχές που πρεσβεύει το κράτος που προσωποποιεί ο Κρέοντας.
Οφείλουμε επιτέλους, ως Έλληνες, να παραδεχτούμε πως η σχέση μας με το κράτος, εν τη γένεσει του, υπήρξε διαχρονικά προβληματική. Πως να μην ήταν άλλωστε, όταν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος του 1830, που θεμελιώθηκε πάνω στα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά της Επανάστασης του ’21, επικράτησε η βαυαροκρατία, η ξενοκρατία. Με ανάλογο τρόπο, το ζυριχικό κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 προέκυψε ως «συμβιβασμός» μετά τον Εθνικοαπελευθερωτικό-Ενωτικό Αγώνα και το αίμα που έχυσαν οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν και μας ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα. Έκτοτε, η εμπιστοσύνη μας προς το κράτος και τις προθέσεις του τίθεται υπό συνεχή αμφισβήτηση.
Ως λαός που φλερτάρει με τα άκρα, ορισμένοι φτάνουν στο σημείο να θέλουν και να επιδιώκουν, ακόμη και με τη χρήση βίας, την ολοκληρωτική κατάλυση και αντικατάσταση του κράτους από μια νέα α-ταξία πραγμάτων. Στο όνομα όμως μιας ξένης ιδεολογίας, οι εγχώριοι «απόστολοι» της νέας εποχής δεν δίνουν δεκάρα αν το κράτος δεν επιτελεί τον πρωταρχικό του σκοπό, που είναι η υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος και η προστασία των πολιτών του από εξωτερικές και εσωτερικές απειλές. Ποσώς τους νοιάζει αν το κράτος κατασπαταλεί τα χρήματα που δίνουν οι φορολογούμενοι για αμυντική θωράκιση προκειμένου να κλείσει δημοσιονομικές τρύπες που το ίδιο δημιούργησε. Δεν τους απασχολεί αν το κράτος δεν επενδύει στην παιδεία, στον πολιτισμό και στην έρευνα. Με απλά λόγια, δεν τους ενδιαφέρει η ευημερία και προκοπή του έθνους.
Γι’ αυτούς που μισούν το κράτος επειδή το θεωρούν προϊόν και συνάμα κατάλοιπο του «εθνικισμού» στηριζόμενο σε πατριαρχικές δομές, σημασία έχει η μόνο η «κουλτούρα». Στο φαντασιακό τους, ο ελληνικός πολιτισμός, τον οποίον οι ξένοι αναγνωρίζουν ως «Ελληνισμό», είναι ταυτόσημος με τον σοβινισμό, από τον οποίον πρέπει άμεσα να απαλλαγούμε με κάθε τρόπο. Αναζητώντας πνευματικές γιάφκες και ιδεολογική στέγη, δημιουργούν τα δικά τους πολιτισμικά υποσύνολα, με σκοπό την προσωπική και όχι τη συλλογική-εθνική αυτοπραγμάτωση. Πού να ήξερε ο Κικέρων, όταν εισήγαγε στη λατινική τη λέξη cultura, που σημαίνει ουσιαστικά καλλιέργεια, ότι κάποτε θα την καπηλευτούν ονομάζοντας κάθε παρακμιακό φιλοσοφικό, λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό σκουπίδι ως «κουλτούρα».
Η συστηματική αποδόμηση κάθε άξιου, άριστου, έμμορφου και αρμονικού υλικού και πνευματικού αγαθού που σμιλεύτηκε από την παράδοση αιώνων στα ελληνικά εδάφη αποσκοπεί αφενός στην επιβολή των ξενόφερτων τοτέμ της νεωτερικότητας και απορρέει από το μίσος του ενάντια στο κράτος. Μοναδική τους έγνοια να φανούν προστάτες των δικαιωμάτων όλων των κοινωνικών, εθνικών, θρησκευτικών, μουσικών και σεξουαλικών μειονοτήτων, πλην όμως αυτών των Ελλήνων. Λες και στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι ο κυπριακός Ελληνισμός η πιο ευάλωτη πολιτισμική μειονότητα που αφέθηκε μονάχη και ανοχύρωτη να τη ζώνουν εκατομμύρια ισλαμοφασίστες Τούρκοι σαν τα φίδια του Λαοκόοντα.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ στην ιστορία του Ελληνισμού δεν είχαμε «σοβαρό κράτος» και πολύ πιθανόν ούτε ποτέ στο μέλλον θα αποκτήσουμε. Αυτό όμως που μας έσωσε στο διάβα των αιώνων ήταν η πολιτισμική μας ισχύ και οι αξίες, τις οποίες οφείλουμε να διασώσουμε και να μεταλαμπαδεύσουμε. Επομένως, το ζήτημα δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, να αποκτήσουμε «σοβαρό κράτος», αλλά να φροντίσουμε να μην καταντήσουμε ένα σύνολο από κουλτούρες χωρίς ιστορική συνείδηση, κάτι που θα μας στερήσει μια προοπτική για το μέλλον.