Ο τουρισμός στο χωριό μου: Μια πρώτη προσέγγιση στο προφίλ του Νεοκύπριου κατασκηνωτή

Της Μαρίας Χριστοδούλου

Τι καλά που θα ’ταν να ήμουν παιδάκι του δημοτικού και πάλι κι ο τίτλος αυτός –το πρώτο μισό– να ήταν το κατ’ οίκον «Σκέφτομαι και Γράφω» μου. Γιατί άμα ήταν έτσι, σημαίνει πως εγώ θα ήμουν το πολύ δέκα χρόνων και άρα η Λυσός της Πάφου και οι τριγύρω περιοχές θα ήταν –ακόμη– αδιάφορες και πολύ μακριά από το ευρύ –και βάρβαρο– κοινό∙ εγχώριο και μη. Κυρίως εγχώριο, μάλλον.

Αυτό που επιθυμώ να θίξω είναι τον από κακής ποιότητας μέχρι επικίνδυνο τουρισμό στον οποίον επιδίδονται οι Κυπραίοι και ο οποίος έχει καταντήσει μάστιγα. Πρωτίστως για τον τόπο (τον ήδη γέρημο) από περιβαλλοντικής απόψεως και μετά και για τους άλλους. Ποιους; Ε, τους σώφρονες παραθεριστές που σκέφτονται και τον διπλανό τους και τον διπλανό του διπλανού τους.

Δεν θα ασχοληθώ τόσο με τον τουρισμό που προσφέρεται (all inclusive διακοπές, τιμές απλησίαστες, κωλόμπαρα κ.ο.κ.)∙ κι αυτός έχει παρακμάσει προ πολλού – και ακόμα μόνο η άκρη του παγόβουνου είναι που φαίνεται. Γνωρίζουμε πως γι’ αυτό φταίει και ο τουρισμός ως θεσμός και η σύλληψη ή/και η αντίληψη της έννοιας «τουρισμός» και ο Νεοκύπριος ως αντανάκλαση των ευρύτερων κοινωνικών μετασχηματισμών που παρατηρούνται παγκοσμίως, ήτοι απώλεια της συλλογικότητας (έχω κουραστεί να το λέω). Και, όπως με καθετί κακό, δημιουργείται ακόμα ένας φαύλος κύκλος από τον οποίον δεν ξεφεύγουμε εύκολα.

Αυτό που με απασχολεί είναι ο παραθερίζων άνθρωπος, γένος απάνθρωπο, υποείδος ανεγκέφαλο. Και το ανατριχιαστικό της υπόθεσης είναι ότι απαντάται σε όλες τις μορφές: Νεαρό, ηλικιωμένο, αρσενικό, θηλυκό, δεσμευμένο, ελεύθερο, διαζευγμένο, με κοπελλούθκια και άνευ, οικογενειακώς ή με παρέα.

Δίνω εικόνα: οργανωμένο κάμπινγκ. Χάος. Σκουπίδια, δυσωδία, μεθυσμένοι, φωνές, ούτε πως στη δίπλα σκηνή κάποιος προσπαθεί να κοιμηθεί, να χαλαρώσει έστω. Θα μου πεις: «Ξέρεις τι κατάσταση επικρατεί σ’ έναν κατασκηνωτικό χώρο. Γιατί πας;» Καλά, δηλαδή εγώ δεν έχω το δικαίωμα στην κατασκήνωση, επειδή ο κουμπάρος και η κουμέρα από δίπλα είναι τούβλα, λαϊκιστί ττόππουζοι, και δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν τι σημαίνει όριο, διακριτικότητα, το γνωστό «η ελευθερία σου σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου»; Εντάξει, ας μην μπούμε τόσο βαθιά. Πες, λοιπόν, πως βάζω την ουρά στα σκέλια, αφήνω πίσω μου την τραυματική εμπειρία του οργανωμένου κάμπινγκ και, ως τύπος που του αρέσει η φύση, «αναγκάζομαι» να καταφύγω στην «παρανομία» του ελεύθερου κάμπινγκ. Xα! Νομίζεις πως μπορώ να βρω ηρεμία κι έναν ξάστερο ουρανό στην ύπαιθρο, δίπλα σε έναν ξερό αόρατο μες στ’ ακάμωτα, κάπου στη χερσόνησο του Ακάμα ή κάπου πιο ορεινά; Εννοείται πως όχι. Γιατί υπάρχουν κι άλλοι που σκέφτονται σαν εμένα. Ή που δεν σκέφτονται. Τελεία.

Να μη σου τύχει, ας πούμε, να πετύχεις παραλία όπου κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ ιεχωβάδες. Επειδή χαρούμενες διακοπές χωρίς προσηλυτισμό δεν λέει (αληθινή ιστορία). Στα ενδότερα, λες, και περνάς, παραδείγματος χάρη, τα Λουτρά της Αφροδίτης κι εκεί που, θεωρητικά, δεν έπρεπε να βλέπουν τα ματάκια σου τίποτε άλλο εκτός από χώματα, άγρια βλάστηση, απέραντο γαλάζιο και –ναι– ίσως ωραίους τύπους να κάνουν (νούσιμα) ελεύθερο κάμπινγκ, έχουμε αυτοκίνητα με προβολείς που σε στραβώνουν, γεννήτριες για τη φουκού –που ο μη γένοιτο να πάμε κάμπινγκ και να μην καταναλώσουμε σούβλα μέσα στο νερό–, εστίες φωτιάς να καίνε από δω κι από κει χωρίς καμία απολύτως επίβλεψη, ράδια τέρμα τα ντεσιμπέλ, φουσκωτά και ξεφούσκωτα πεταμένα φλαμίνγκο, ανανάδες, λουκουμάδες, παγωνιέρες, παιδικές πάνες και χαρτιά του κ@!#* με λογής λογής απορρίμματα, κονσέρβες, τενεκεδάκια, παγούρια, μπουκάλες, σακούλες, πλαστικά, αλουμίνια, ψαθάκια, κάνα λάστιχο… ΑΝΑΠΝΟΕΣ! λες και οδηγείς, αφελέστατα, το αμαξούδιν σου πιο κει. Δεν ξέρεις πως, ακόμα κι αν δεν υπάρχει άνθρωπος του Θεού στη στεριά, τώρα κυκλοφορούν και εν πλω; Μάλιστα. Λίγα μόνο μέτρα από την ακτή. Γιατί το κολύμπι δεν είναι ζητούμενο, είναι πασέ. Ιδιωτικά και ενοικιαζόμενα κότερα, ταχύπλοα, μίνι κρουαζιερόπλοια στοιβαγμένα σουλατσάρουν σε όσο χώρο έχουν αφήσει στον κολπίσκο, με αμέτρητους ανθρώπους να τσιρίζουν εκστασιασμένα, απολαμβάνοντας «τες ομορφκιές της Κύπρου μας». Τελειώνουν οι λέξεις. Έλεος.

Και δεν λέμε σε κανέναν να κάτσει σπίτι του για να κυκλοφορήσουμε εμείς. Βγείτε, κατασκηνώστε, φάτε, πιείτε, κολυμπήστε, ψήστε, ακούστε τη μουσική που σας αρέσει, μα σεβαστείτε. Διότι ύβρις, άτη, νέμεσις, τίσις: η συμπαντική νομοτέλεια.

Κάτω ο πολιτικαλικορεκτικός τουρισμός. Υπάρχουν όρια. Παντού. Ακόμα και στην «ελευθερία» σας.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s