Της Ιλιάνας Κουλαφέτη
«Πώς σας φάνηκε το Ναυάγιο; Δεν είναι πανέμορφο;» Τα πρόσωπά τους σκυθρώπιασαν. «Μια ανούσια παραλία χωρίς καντίνα, μόνο άμμος και θάλασσα». Πέταξαν ξανά τις παντόφλες και βούτηξαν στην πισίνα. Άλλοι πήραν τη θέση τους στις ξαπλώστρες. Στις ίδιες ξαπλώστρες που είχαν αφήσει πριν από πέντε μέρες την πετσέτα τους, κατοχυρώνοντας έτσι για τις υπόλοιπες δυο βδομάδες τη θέση τους στην πανέμορφη Ελλάδα.
Ήταν μια από τις εκατοντάδες οικογένειες που περνούσαν το καλοκαίρι τους στην ειδυλλιακή Ζάκυνθο. Διόρθωση. Ήταν μια από τις εκατοντάδες οικογένειες που περνούσαν το καλοκαίρι τους σε ένα ξενοδοχείο της Ζακύνθου. Τελεία.
Φορώντας τα πολύχρωμα βραχιολάκια, που μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν με είκοσι ευρώ την ημέρα δωμάτιο, πλήρες γεύμα, σνακς, ποτά, αναψυκτικά, ψυχαγωγία, πισίνα και θάλασσα, επέστρεψαν στις ξαπλώστρες που θα έχτιζαν τις καλοκαιρινές τους αναμνήσεις.
Ο all inclusive τουρισμός, που γεννήθηκε ως ανάγκη τη δεκαετία του ’60 στην Καραϊβική λόγω έλλειψης ασφάλειας στην περιοχή, σήμερα γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη και στη χώρα μας. Περιπτώσεις σαν αυτήν που περιγράφηκε πιο πάνω συμβαίνουν σε όλες τις μεσογειακές και μη χώρες που μπορούν να προσφέρουν άπλετο ήλιο και φτηνές διακοπές. Μιλώντας για την Ελλάδα και την Κύπρο, όπου ο μεσογειακός ήλιος χαρίζεται αφιλοκερδώς, μια all inclusive νοοτροπία καταστρέφει τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, πάνω στην οποίαν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μεσουρανούσαν. Κι είναι γιατί από τη στιγμή που εμφανίστηκε το πακέτο διακοπών που περιλαμβάνει τα πάντα, που οι τουρίστες διπλασιάστηκαν και τα κέρδη μειώθηκαν, οι τοπικοί παράγοντες είδαν τις επιχειρήσεις τους να κλείνουν η μία μετά την άλλη. Καθώς κανείς δεν μπαίνει στην περιέργεια να εξερευνήσει την τοπική κουζίνα, αφού το υπερπολυτελές μπουφέ των ξενοδοχείων φορά την ταμπέλα της παράδοσης και καθώς στα ξενοδοχεία προσφέρεται καθημερινή διασκέδαση, οι νέοι τουρίστες δεν κωλύονται ιδιαίτερα να «καλοπεράσουν» και επιστρέφουν στη χώρα τους για να διατυμπανίσουν πόσο όμορφα πέρασαν στη χώρα που επισκέφτηκαν, την ίδια στιγμή που ουσιαστικά δεν είδαν τίποτα.
Πριν δυο χρόνια, μια τέτοια τουρίστρια μου αποκάλυψε γεμάτη χαρά πως είχε περάσει το προηγούμενο καλοκαίρι στον τόπο μας, τον οποίον και προφανώς λάτρεψε. Ρωτώντας την πού ακριβώς έμεινε, αρκέστηκε στο να μου αναφέρει απλώς το όνομα του ξενοδοχείου. Μέσα στην άγνοιά μου, λοιπόν, τη ρώτησα πού βρίσκεται το ξενοδοχείο αυτό. Η απάντηση που έλαβα ήταν το αμήχανο ύφος της κοπέλας που δεν είχε ιδέα ποια πόλη είχε επισκεφθεί και αρκέστηκε στο να μου απαντήσει πως «δεν είχε σημασία πού βρισκόταν, αφού μπορούσε να απολαμβάνει για ώρες από την ξαπλώστρα του ξενοδοχείου τον υπέροχο ήλιο της Κύπρου».
Η κοπέλα που δεν ήξερε αν ήταν στην Πάφο ή στον Πρωταρά και η οικογένεια που σιχάθηκε το Ναυάγιο είναι οι περιπτώσεις που επισκέπτονται κάθε χρόνο τον τόπο μας και όμως φεύγοντας δεν παίρνουν πίσω μαζί τους καμιά τοπική ανάμνηση. Δεν πλησιάζουν τα μνημεία μας, την κουζίνα μας, δεν γνωρίζουν τον κόσμο μας και δεν κολυμπούν στις θάλασσές μας. Ουσιαστικά, λαμβάνουν ένα πακέτο all inclusive που στην ουσία είναι all exclusive, αφού δεν περιλαμβάνει τίποτα από τον τόπο που επισκέπτονται.
Για να είναι, λοιπόν, πραγματικά all inclusive, including Greece, including Cyprus, οι διακοπές, πρέπει να μπει ένα φρένο στον μαζικό τουρισμό που οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση τους ντόπιους επιχειρηματίες. Και, συνεπώς, είναι άμεση ανάγκη η επιστροφή στον παραδοσιακό τουρισμό, ο οποίος μας σύστησε στο εξωτερικό, καθώς η φήμη μας στηρίχτηκε στον πολιτισμό, στην κουζίνα και πάνω από όλα στην ελληνική μας φιλοξενία. Στο κάτω κάτω, οι μόνοι που γεμίζουν τις τσέπες τους με χρυσές λίρες είναι οι tour operators που εμπορεύονται τις διακοπές.