Του Χρίστου Πέτρου
Η εισβολή των Τούρκων ισοπέδωσε κυριολεκτικά την κυπριακή οικονομία, που απώλεσε το 70% των συνολικών της παραγωγικών πόρων. Για την αναπτυσσόμενη τουριστική βιομηχανία –που στα 1973 η συνεισφορά της στο ΑΕΠ έφτανε τα 3,4%–, εκτός από το αεροδρόμιο Λευκωσίας και το λιμάνι της Αμμοχώστου, με την εισβολή χάθηκε πάνω από το 65% των τουριστικών υποδομών και το 87% των υπό ανέγερση ξενοδοχείων.[1]
Ωστόσο, από τα αμέσως επόμενα χρόνια, μετά το καλοκαίρι του ’74, η κυπριακή οικονομία, παρά το φοβερό πλήγμα που υπέστη, έδειχνε σημάδια άμεσης ανάκαμψης. Το λεγόμενο «κυπριακό θαύμα» έκανε την εμφάνισή του. Καταλυτικής σημασίας για την πραγμάτωση του «θαύματος» ήταν, εκτός από μια σειρά συγκυρίες και γεγονότα (βλ. κρίση του Λιβάνου, κατασκευαστική ανάπτυξη στις χώρες του αραβικού κόλπου, οικονομικές εισφορές κυρίως από την Ελλάδα κ.ά.), οι πολιτικές κατά βάση αποφάσεις για υιοθέτηση ενός οικονομικού-παραγωγικού μοντέλου που θα στηριζόταν κυρίως στον τριτογενή τομέα και στις υπηρεσίες.[2] Εξάλλου, ο γεωργικός τομέας, που παραδοσιακά κυριαρχούσε στην Κύπρο, είχε πληγεί φοβερά και η όποια αποκατάστασή του μετά το ’74 αφενός θα αργούσε να επιφέρει κέρδη και αφετέρου αυτά τα υποθετικά κέρδη θα ήταν αβέβαια. Έτσι, οι πολιτικές αποφάσεις για την πορεία της οικονομίας μετά την εισβολή είχαν και την πραγματική δικαιολογία της επιτακτικής ανάγκης εισροής ρευστού στα ταμεία του κράτους, το οποίο καλείτο να επιλύσει τα φλέγοντα ζητήματα, όπως η στέγαση και η σίτιση των προσφύγων, η ανεργία κ.ά.
Όμως, αν και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι οικονομικές ζημιές που προκάλεσε η εισβολή είχαν στον βαθμό του δυνατού αποκατασταθεί, αν και οι οικονομικοί δείκτες σημείωναν δυναμική βελτίωση σε σχέση με το 1973, όχι μόνο δεν έγινε προσπάθεια εξισορρόπησης και μετριασμού του παραγωγικού μοντέλου, αλλά, αντιθέτως, το ζεστό και εύκολο χρήμα «γλύκανε» πολιτική-οικονομική ηγεσία και κυπριακή κοινωνία, με αποτέλεσμα να γκρεμίσει οριστικά τις γέφυρες που οδηγούσαν σε τόπους άλλους από το παρασιτικό μοντέλο στο οποίο βούτηξε για τα καλά στη δεκαετία του ’90. Και σε αυτήν την εξέλιξη η τουριστική βιομηχανία κατείχε κομβικό ρόλο.
Ενδεικτικά, στα 1973 το 38,4% του απασχολούμενου πληθυσμού βρισκόταν στον πρωτογενή τομέα και στα 1999 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 8,9%. Αντιστρόφως, ο τριτογενής τομέας στα 1973 αντιπροσώπευε το 35,8%, στα 1986 το 53% και στα 1999 έφτασε το 69%![3] Η συνεισφορά της τουριστικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ στα 1973 αφορούσε το 3,4%, ενώ, σύμφωνα με υπολογισμούς, το 2026 το ποσοστό αυτό θα φτάσει στο 30% από το 19% περίπου που βρίσκεται σήμερα.[4]
Με απλά λόγια, σε μια πορεία περίπου τεσσάρων δεκαετιών, «η Κύπρος από την πρωτογενή παραγωγή πέρασε, χωρίς ουσιαστικά ενδιάμεσο σταθμό, στον τομέα των υπηρεσιών»[5] και έφτασε σήμερα να εξαρτάται οικονομικά από την καθ’ όλα ρευστή, αβέβαιη και παρασιτική τουριστική βιομηχανία που «εργοδοτεί (σ.σ. ή απασχολεί) γύρω στο 13-14% του πληθυσμού» και τροφοδοτεί άμεσα άλλους περίπου σαράντα επαγγελματικούς κλάδους, πέραν από τα ξενοδοχεία.[6]
- Κωνσταντινίδης, Επισκόπηση της νεότερης κυπριακής ιστορίας, εκδ. Ταξιδευτής, 2011, σελ. 246.
- Σακελλαρόπουλος, Ο κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός, εκδ. Τόπος, 2018, σελ. 685-687.
- Κωνσταντινίδης, ό.π., σελ. 247-248.
- https://www.stockwatch.com.cy/el/article/epiheiriseis/syneisfora-eu35-dis-apo-toyrismo (τελ. ενημ. 1.6.2018).
- Κωνσταντινίδης, ό.π., σελ. 247-248.
- Συνέντευξη προέδρου ΚΟΤ, Άγγελου Λοΐζου: https://www.offsite.com.cy/articles/eidiseis/oikonomia/217263-o-toyrismos-paramenei-vasilias-stin-kypro-to-2017-i-kalyteri (τελ. ενημ. 1.6.2018).